- δρύοχα
- δρύοχοιpropsneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δρύοχος — ο (AM δρύοχος) (πληθ. δρύοχοι και δρύοχα) τα υποστηρίγματα όπου στηρίζεται η τρόπιδα ναυπηγούμενου πλοίου, σχάρα, σκαρί νεοελλ. κάθε χοντρό τετραγωνισμένο δοκάρι που σχηματίζει την τρόπιδα τού πλοίου (κν. βουβό) αρχ. δάσος, δρυμός … Dictionary of Greek